σχόλασμα

σχόλασμα
σχόλασμα, το και σκόλασμα, το, -ατος
παύση ή διακοπή εργασίας ή μαθήματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σχόλασμα — και σκόλασμα, το, Ν [σχολάζω] 1. η προσωρινή διακοπή ή η οριστική παύση εργασίας ή μαθήματος 2. απόλυση από εργασία …   Dictionary of Greek

  • σκόλασμα — το, Ν βλ. σχόλασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”