- σχόλασμα
- σχόλασμα, το και σκόλασμα, το, -ατοςπαύση ή διακοπή εργασίας ή μαθήματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.